Είναι ένα θανατηφόρο νόσημα που
προκαλείται από το παράσιτο Leishmania infantum. Εμφανίζεται συχνότερα στους σκύλους, αλλά έχει εντοπιστεί και σε άγρια σαρκοφάγα, γάτες, μηρυκαστικά, τρωκτικά και στον άνθρωπο (νόσος Καλα-αζαρ). Η νόσος ενδημεί κυρίως σε χώρες της Μεσογείου και της Ν.Αμερικής.
Πώς μεταδίδεται;
Κατεξοχήν τρόπος μετάδοσης της Λεϊσμανίασης είναι το τσίμπημα από συγκεκριμένο είδος σκνίπας με την προϋπόθεση ότι είναι μολυσμένη από το παράσιτο. Μετάγγιση αίματος από σκύλο που έχει Λεϊσμανίαση προς ένα υγιή σκύλο, μπορεί επίσης να μεταδώσει το νόσημα. Ένας άλλος τρόπος μετάδοσης, φαίνεται να είναι η μόλυνση των εμβρύων μέσω του πλακούντα κατά την κυοφορία, σε κάποιες φυλές σκύλων που μελετήθηκαν πρόσφατα στην Βραζιλία.
Τι γίνεται όταν το παράσιτο εισέλθει στον οργανισμό ενός υγιή σκύλου;
Υπάρχουν 3 περιπτώσεις:
Α) Ο οργανισμός θα απομονώσει και θα εξουδετερώσει το παράσιτο με αποτέλεσμα ο σκύλος να μη νοσήσει(σπάνια).
Β) Το παράσιτο να παραμείνει στον οργανισμό του ζώου για μεγάλο χρονικό διάστημα (μήνες ή χρόνια) χωρίς το ζωο να εμφανίζει συμπτώματα. Οι σκύλοι αυτοί ονομάζονται φορείς και όταν το ανοσοποιητικό τους αποδυναμωθεί, εμφανίζουν συμπτώματα.
Γ) Ο οργανισμός του ζώου, εξ’ αρχής δεν μπορεί να απομονώσει και να εξουδετερώσει το παράσιτο. Σε αυτή την περίπτωση το ζώο εμφανίζει εξαρχής συμπτώματα.
· Προοδευτική μείωση του σωματικού βάρους, παρά το γεγονός ότι
η όρεξη του ζώου συνήθως παραμένει φυσιολογική
· Εύκολη κόπωση κατά την άσκηση π.χ. κυνήγι
· Δερματικά συμπτώματα
· Νύχια μεγάλα και εύθραστα
· Οφθαλμολογικά προβλήματα (π.χ.χρόνιο βλεννώδες έκκριμα στα μάτια)
· Αιμορραγία από τη μύτη
· Πόνος στις αρθρώσεις ή τους μυς
· Διόγκωση λεμφογαγγλίων
· Διόγκωση κοιλιάς
, Κατανάλωση μεγάλης ποσότητας νερού και αυξημένη ούρηση
Η κλινική εικόνα του ζώου (συμπτώματα) σε συνδιασμό με το ιστορικό (ζει σε ενδημική περιοχή με πολλές σκνίπες), θέτει ισχυρές υποψίες. Η επιβεβαίωσηγίνεται πάντα με ειδικές εξετάσεις αίματος: ορολογικά τεστ, προσδιορισμός τίτλου αντισωμάτων (IFAT), PCR, ανίχνευση παρασίτων στη μικροσκόπιση ιστών.
Η διάγνωση στα αρχικά στάδια του νοσήματος είναι πολύ σημαντική και καθοριστική για την εξέλιξη της νόσου και την ανταπόκριση στη θεραπεία. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει τη σκοπιμότητα της διενέργειας προληπτικών ελέγχων σε όλους τους σκύλους, 2 φορές το χρόνο, κατά προτίμηση άνοιξη και φθινόπωρο.
Είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι κατά τη διάγνωση της νόσου κρίνεται απαραίτητος ο εργαστηριακός έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας του ζώου, η οποία αποτελεί προγνωστικό δείκτη της εξέλιξης της νόσου.
Συνοψίζοντας, έγκαιρη διάγνωση, συνοδευόμενη απο καλά εργαστηριακά αποτελέσματα νεφρικής λειτουργίας, αποτελούν το κλειδί για τον έλεγχο του νοσήματος (καλύτερη πρόγνωση).
Ποιά είναι η θεραπεία;
Στόχος της θεραπείας είναι ο έλεγχος των συμπτωμάτων της νόσου και η εξασφάλιση ποιοτικής ζωής στο σκύλο, καθώς παρασιτολογική ίαση δεν επιτυγχάνεται. Παρά την όποια θεραπεία προτείνει ο κτηνίατρος, το παράσιτο παραμένει στον οργανισμό χωρίς όμως το ζώο να εμφανίζει συμπτώματα. Αντίθετα, στις περιπτώσεις που υπάρχουν συμπτώματα και δε δοθεί θεραπευτική αγωγή, 90% των σκύλων πεθαίνουν μετά από 3-24 μήνες.
Υπάρχουν διάφορα θεραπευτικά σχήματα στα οποία χρησιμοποιούνται παρασιτοστατικά, παρασιτοκτόνα ή ανοσορρυθμιστικά φάρμακα (αλλοπουρινόλη, αντιμονιούχος μεγλουμίνη, δομπεριδόνη,μιλτεφοσίνη κ.α.). Τα φάρμακα αυτά χρησιμοποιούνται σε διάφορους συνδιασμούς και σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα αναλόγως της ανταπόκρισης του ασθενή, ενδεχομένως και εφ’ όρου ζωής αν κριθεί σκόπιμο.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι η θεραπεία πρέπει να συνδιάζεται με τακτικό έλεγχο του ζώου (IFAT, έλεγχο νεφρικής και ηπατικής λειτουργίας). ΗIFAT πρέπει να επαναλαμβάνεται 2-3 φορές το χρόνο, για τον έλεγχο της ανταπόκρισης του ζώου στη θεραπεία. Ο έλεγχος της ηπατικής και νεφρικής λειτουργίας πρέπει να γίνεται κάθε 4 μήνες, έτσι ώστε αν επηρεαστεί, να διαγνωσθεί έγκαιρα (προχωρημένη βλάβη ήπατος ή νεφρών συνήθως είναι μη αναστρέψιμη ή δε θεραπεύεται πλήρως). Πολύ σημαντικό σε όλη τη διαδικασία της θεραπείας να λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα για να μην επαναμολύνεται το ζώο απο τις σκνίπες.
Πώς γίνεται η πρόληψη;
- Στις ενδημικές περιοχές, οι σκύλοι πρέπει να προστατεύονται με τη χρήση εντομοαπώθητικών φαρμάκων (αμπούλες, κολάρα με δελταμεθρίνη).
- Τα ζώα πρέπει να περιορίζονται είτε σε κλειστό χώρο, είτε σε κλουβί με προστατευτικό δίχτυ τις ώρες που δραστηριοποιείται η σκνίπα (απόγευμα, βράδυ). Αξίζει να σημειωθεί ότι έρευνες που έχουν γίνει σε ενδημικές περιοχές έδειξαν ότι ένας σκύλος που ζει σε εξωτερικό χώρο, δέχεται περισσότερα απο 100 τσιμπήματα την ώρα,κάθε βράδυ, από τις σκνίπες, εκ των οποίων 1 τσίμπημα την ώρα από μολυσμένη σκνίπα.
- Χρήση σιροπιού Δομπεριδόνης που προάγει την άμυνα του οργανισμού κατά της Λεϊσμανίασης 3 φορές το χρόνο για 1 μήνα την κάθε φορά (15/3-15/4, 1/7-31/7,15/10-15/11).
- Στο περιβάλλον του ζώου πρέπει να τοποθετούνται εντομοπαγίδες, ενώ ο χώρος πρέπει να διατηρείται καθαρός με τη χρήση υγρών με εντομοαπωθητικές ιδιότητες (κάθε βδομάδα για να προλαμβάνεται η εκκόλαψη του νέου κύκλου σπνιπών).
- Τα τελευταία χρόνια κυκλοφόρησε εμβόλιο, το οποίο προσφέρει ~80% προστασία.
Ωστόσο, κανένα από τα πιο πάνω μέτρα (ακόμα και όλα μαζί), δεν αποκλείουν τον κίνδυνο μόλυνσης του ζώου. Όμως, τα προληπτικά μέτρα μειώνουν τις πιθανότητες μόλυνσης για αυτό επιβάλεται η τήρηση τους, ιδίως στις ενδημικές χώρες π.χ. Ελλάδα, Κύπρος, Ισπανία κ.α.
Ποιοί οι κίνδυνοι μετάδοσης σε άλλο σκύλο ή στον άνθρωπο;
Η Λεϊσμανίαση δε μεταδίδεται άμεσα απο σκύλο σε σκύλο ή από σκύλο σε άνθρωπο, Η μετάδοση απαιτεί τη μεσολάβηση της σκνίπας. Συνεπώς, η θανάτωση ενός σκύλου που νοσεί (ακόμα και όλων των νοσούντων) δε μειώνει τον κίνδυνο μόλυνσης των υπόλοιπων σκύλων, ούτε των ανθρώπων γιατί:
Α)Δεξαμενή του παρασίτου στη φύση δεν αποτελούν μόνο οι σκύλοι αλλά κι άλλα ζώα όπως γάτες, τρωκτικα κ.α.
Β)Η σκνίπα αυτή ζει 1-2 μήνες και μπορεί να διανύσει απόσταση 2 χιλιομέτρων σε μια μέρα. Έτσι μπορεί να μεταφέρει το νόσημα από μια περιοχή σε μια άλλη.
Οι σκνίπες παρουσιάζουν ειδικότητα ξενιστή, δηλαδή προτίμηση στο είδος του ζώου που θα τσιμπήσουν. Το είδος της σκνίπας που είναι υπεύθυνο για τη μετάδοση της νόσου στο νησί μας παρουσιάζει ειδικότητα ως προς τους σκύλους. Αυτό εξηγεί το γεγονός ότι παρά τα μεγάλα ποσοστά Λεϊσμανίασης του σκύλου στην Κύπρο, στον άνθρωπο υπήρξαν ελάχιστα.